Πολλοί ισχυρίζονται ότι "προτιμούν τα εισαγόμενα προϊόντα γιατί είναι φθηνότερα". Επίσης, ότι "αν οι Έλληνες παραγωγοί θέλουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους, θα πρέπει να κατεβάσουν τις τιμές τους". Πράγματι, τα ελληνικά προϊόντα είναι συχνά φθηνότερα από τα εισαγόμενα, αλλά όχι πάντα. Για ποιους λόγους μπορεί να συμβαίνει αυτό;
1. Ποιότητα:
Παλιότερα είχαμε συνηθίσει να πιστεύουμε ότι τα εισαγόμενα είναι πιο ποιοτικά. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Πολλά ελληνικά προϊόντα είναι ανώτερα σε ποιότητα, ακόμα και από αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Άλλωστε, όλο και περισσότερα εισαγόμενα κατασκευάζονται στην Ασία ή την Αφρική, με πιθανές επιπτώσεις στην ποιότητά τους. Ειδικά για τα φρέσκα είδη διατροφής, τα ελληνικά δίνουν σαφή πλεονεκτήματα, αφού και μόνο η μακρά αποθήκευση και μεταφορά ρίχνει την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον, η πολύ χαμηλή τιμή μπορεί να σημαίνει και άλλα «ύποπτα» χαρακτηριστικά (π.χ. μεταλλαγμένα είδη).
2. Εργατικό κόστος:
Τα προϊόντα που κατασκευάζονται σε χώρες της Ασίας και Αφρικής (π.χ. Κίνα) επιβαρύνονται με πολύ χαμηλότερο εργατικό κόστος, αφού εκεί τα ημερομίσθια είναι εξαιρετικά χαμηλά (ενώ συχνά χρησιμοποιείται και προσωπικό ανήλικο ή ανασφάλιστο). Έτσι, ακόμα και με την επιβάρυνση της μεταφοράς, το τελικό κόστος και η τιμή πώλησης μπορεί να είναι αρκετά χαμηλότερη. Όμως, αυτή η διαφορά στην τιμή δεν αφορά επιπλέον κέρδος για την εταιρία παραγωγής, αλλά την «ανθρώπινη» πληρωμή των εργατών, και μάλιστα συμπατριωτών μας. Όλοι συμφωνούμε ότι δεν θέλουμε οι μισθοί στην Ελλάδα να πέσουν στα 200 ευρώ, αλλά αυτό ακριβώς ενισχύουμε επιλέγοντας προϊόντα από χώρες με τέτοιους μισθούς.
3. Αποδοτικότητα παραγωγής:
Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί το κόστος παραγωγής να είναι χαμηλότερο λόγω πιο αποδοτικών μεθόδων παραγωγής (π.χ. καλύτερα μηχανήματα ή οργάνωση παραγωγής, οικονομίες κλίμακας κλπ). Αυτό είναι ένα σημείο που οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να προσέξουν και το κράτος θα πρέπει να ενισχύσει. Πάντως, θεωρούμε ότι σπάνια θα προέλθουν από εκεί μεγάλες διαφορές στην τιμή.
4. Υπερβολικό κέρδος – μεσάζοντες:
Δυστυχώς, πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις οι ελληνικές εταιρίες προσπαθούν να βγάλουν υπερβολικό κέρδος, ανεβάζοντας τις τιμές πώλησης. Επίσης, συχνά η ύπαρξη πολλών μεσαζόντων ανεβάζει την τελική τιμή. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να προσέξουν τόσο οι εταιρίες (αφού τελικά θα γυρίσει εναντίον τους) όσο και το κράτος (μέσα από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του). Όσο για τους καταναλωτές, εννοείται ότι αν κάπου βλέπουν αισχροκέρδεια, θα πρέπει όχι μόνο να αποφύγουν το προϊόν αλλά και να διαμαρτυρηθούν στον παραγωγό του.
Αν οι τιμές των ελληνικών προϊόντων είναι υψηλότερες, συνήθως οφείλεται σε κάποιον από τους παραπάνω λόγους (ή σε συνδυασμό περισσότερων). Το ερώτημα είναι:
Θα πρέπει να προτιμήσω ελληνικά, έστω και πληρώνοντας ακριβότερα;
Η απάντηση δεν είναι πάντα εύκολη. Θα λέγαμε ότι:
1. Αν η διαφορά είναι μικρή, ΝΑΙ, σίγουρα αξίζει να προτιμήσουμε το ελληνικό. Αυτή η διαφορά ωφελεί πολλαπλάσια την οικονομία μας και τελικά επιστρέφει σε εμάς.
2. Αν συνοδεύεται από ανώτερη ποιότητα, επίσης αξίζει το ελληνικό, ειδικά αν πρόκειται για είδος που η ποιότητα είναι σημαντική (π.χ. τρόφιμα ή βρεφικά και παιδικά είδη).
3. Προφανώς, τεράστια σημασία παίζει και η οικονομική δυνατότητα του καθενός. Είναι κατανοητό ότι η ίδια διαφορά στην τιμή μπορεί να είναι ασήμαντη για κάποιον και κρίσιμη για κάποιον άλλο, ανάλογα με το πορτοφόλι του.
4. Αν η διαφορά είναι πολύ μεγάλη ή δεν δικαιολογείται από τα χαρακτηριστικά και την ποιότητα, προτείνουμε επαφή με την εταιρία. Είτε θα μας εξηγήσουν το λόγο που το προϊόν τους είναι ακριβότερο, είτε θα καταλάβουν ότι θα πρέπει να μειώσουν την τιμή.
Σε κάθε περίπτωση, όσο και αν επιμένουμε ότι θα πρέπει να προτιμάμε τα ελληνικά προϊόντα και να στηρίζουμε τους Έλληνες παραγωγούς, άλλο τόσο θα επιμένουμε ότι θα πρέπει να απαιτούμε από αυτούς αυτό που δικαιούμαστε: σωστή ποιότητα σε δίκαιη τιμή!
Ο καταναλωτής αξίζει το σεβασμό του παραγωγού, Έλληνα ή ξένου. Και αυτό έχει, όχι απλά δικαίωμα, αλλά υποχρέωση να το απαιτεί και να το διεκδικεί!